- απάνεμος
- windstill
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
απάνεμος — η, ο [υπήνεμος] υπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο το ουδ. ως ουσ. το απάνεμο ο απάνεμος τόπος … Dictionary of Greek
απάνεμος — η, ο αυτός που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο: Ο τόπος που θα έβαζαν τις κυψέλες έπρεπε να είναι απάνεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάγκιος, -ια, -ιο — απάνεμος: Ο τόπος εκείνος ήταν πολύ απάγκιος· το ουδ. ως ουσ., το απάγκιο θέση απάνεμη: Βρήκαν έν απάγκιο κι έκατσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάγκιος — κ. γκειος, α, ο 1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ τους ανέμους 2. το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος β) η νηνεμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άγκειος «απάνεμος τόπος»] … Dictionary of Greek
υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
άγκειος — α, ο απάνεμος, υπήνεμος τόπος … Dictionary of Greek
απήνεμος — ἀπήνεμος, ον (Α) ο απάνεμος … Dictionary of Greek
απαγκιερός — ή, ό απάνεμος, προστατευμένος απ την κακοκαιρία … Dictionary of Greek
απόσκεπος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 135 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. * * * η, ο (Μ ἀπόσκεπος, ον) 1. ο χωρίς σκέπη 2. ο απροστάτευτος νεοελλ. ο απάνεμος … Dictionary of Greek
απότοιχος — ο 1. το πίσω μέρος του τοίχου 2. ο απάνεμος τόπος … Dictionary of Greek
βέντο — το [ιταλ. vento = άνεμος] 1. α ή β συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου 2. φρ. α) «σόπρα βέντο» προσήνεμος θ) «σότο βέντο» απάνεμος … Dictionary of Greek